14-Νοτος (Αργυράδες)

 Σελήνη 100% Πανσέληνος- Προγνωστικα: Πολύ καλή ημέρα

   Ήτα η σειρά του Γιώργη και ήθελε να πάμε στον Ύψο ξανά, ήταν η μοναδικη φορά που "κλωτσήσαμε" στην απόφασή του. Για ποιό λόγο ρε μάστορα να πάμε Ύψο, γιά να μας πάρουν το κεφάλι οι τουρίστες, η φασαρία και οι επισκέπτες;

Είπαμε, θέλουμε την ησυχία μας. Το δέχτηκε ήρεμα ο Γιώργης και τελικά επέλεξε Μπούκαρη. Καιρό είχαμε να πάμε, δε θα μας χάλαγε να πιάναμε και κάνα ψαράκι. Βέβαια ο,τι και να λέγαμε εμείς ο αέρας έπνεε ΒΔ στα 4-5 μποφόρ.
   Φτάσαμε στο λιμανάκι του Μπούκαρη και βουτήξαμε στην παραλία. Δεν έβλεπες στα 5 εκατοστά πέρα από το γυαλί της μάσκας, τα νερά ταραγμένα και θόλα. Σκεφτήκαμε οτι θα είναι καλό σημάδι μπας και φάνε τίποτα επιφυλακτικά λαβράκια και γεροσαργοί, τίποτα τσιπούρες ακριβοθώρητες. Στο μώλο έσκαγαν κάποια κύματα...
"Ρε παιδιά, δεν το κόβω να μας αφήνει να στήσουμε εδώ, ούτε που θα μπορούμε να δούμε τσίμπημα" είπα, αλλά οι Γιώργηδες αγύριστα κεφάλια, να κουβαλήσουμε και να αρχίσουμε να στήνουμε. Έπιασαν με το λοιπόν αυτοί να δένουν και εγώ άνοιξα μόνο την καρέκλα μου και τη θήκη με τα καλάμια. "Θα περιμένω να δέσετε και να ρίξετε, αν πάτε καλά θα ρίξω..." είπα, και τους άφησα να δένουν ενώ χάζευα τα κύματα ήθελαν να καβαλήσουν το μώλο. Ο αέρας ερχόταν φάτσα και έφερνε και κάποιες στάλες θάλασσας μαζί του, κάτι ήθελε να πεί. Ένα κυματάκι μας πιτσίλισε αρχικά, οι Γιώργηδες όμως απτόητοι και θαρραλέοι συνέχιζαν να δένουν, μέχρι που το είδα να έρχεται. Ένα φουσκωμένο κύμα όλο χάρη..."αυτό έρχεται ..." πρόλαβα να πω μονάχα και το κύμα έσκασε στα βράχια και μας έκανε μούσκεμα. Μιλάει από μόνο του το πράμα και φώναζει..."Πριν ξεκινήσετε από το σπίτι κοιτάξτε τον καιρό και επιλέξτε συνετά", εμείς το χαβά μας, και νά'ταν η πρώτη φορά που μας βρίσκει τέτοιο σκηνικό.
   Άρχισε ο προβληματισμός, ήμασταν στα νότια του νησιού και έπρεπε να βρούμε κάτι κοντινό και απάνεμο αλλιώς θα γυρίζαμε στην πόλη. Η ώρα ήταν ήδη 8 το απόγευμα. Μιά ματιά στο χάρτη και η ιδέα ήρθε. Κάποτε είχαμε δεί ένα λιμανάκι από τη δυτική μεριά του νησιού περίπου στο ύψος που βρισκόμασταν...μάλλον είχε έρθει η ώρα να το επισκεφτούμε. Ήταν ένα λιμανάκι ανάμεσα απο τον Ίσσο και τον Άγιο Γεώργιο Άργυράδων.
Περί αυτού ο λόγος...
   Μας πήρε κάτι λιγότερο από είκοσι λεπτά γιά να το βρούμε. Κατεβήκαμε να το περπατήσουμε. Από τη μία πλευρά ρηχοτοπιά από την άλλη βράχια, μαύρα βράχια που ήθελαν σκαρφάλωμα για να κάνεις ρίψη. Ο αέρας ήταν πιό στρωτός, τουλάχιστον θα ψαρεύαμε λίγο. Σκορπίσαμε όλη την προίκα στο μώλο και πιάσαμε να δένουμε. Ρε τούτο το τοπίο κάτι μου θύμιζε...κάτι μου θύμιζε. Από τη μία μου θύμιζε τον Άη-Γιώργη των Πάγων με τα μαγαζάκια πάνω στο δρόμο, από την άλλη μου θύμιζε το λιμάνι πού είναι στο Νήσάκι και τα δύο μέρη μας έχουν τσακίσει με την αψαρία τους στο παρελθόν. Άρχισα να χαλαρώνω γιά να μην πηγαίνει το μυαλό σε κακοτοπιές. Ρίξαμε και αράξαμε στην αγκαλιά των βράχων.
   Είχαμε φαραώ και τσουτσούνια από την περασμένη φορά. Αγοράσαμε έναν ακόμη φαραώ, έναν ακροβάτη και κάτι τσουτσούνια της κακιάς ώρας, Λέει μας τα κράτησε ο δολωματάς γιατί δεν είχε άλλα, ήταν ειδικά γιά εμάς. Ούτε που σάλευαν, είχαν αρχίσει να μυρίζουν. Είχα κι εγώ σαρδέλες και κάτι μικρά καλαμαράκια που είδα στη λαική κάποιες μέρες πριν. Δόλωσα ένα καλαμαράκι με τρία αγκίστρια εσωτερικά δεμένα με συρματόσχοινο. Το έβαλα στο φασαριόζικο καλάμι, δε χρειάζεται καν κουδούνι, όταν αυτό το μηχανάκι αμολάει φρένα κάνει σαν εξάτμιση από παπάκι...ξεσηκώνει τη γειτονιά.
Το καμάρι του Γιώργη
   Πρώτο φωτάκι πήδηξε, πιάνει ο Γιώργης και αρχίζει να φέρνει, χωρίς πολλά-πολλά ανέβασε έναν ωραίο σηκιό. Βρε βρε το μέρος τούτο 'δω μας καλωσόρισε. Αναπτερώθηκε το ηθικό μας. Βρε για να κρατά σηκιούς το μέρος ετούτο, θα έχει κι άλλα καλά, κάπου εκεί γυρνούν και οι σαργοί. Συνεχίσαμενα ρίχνουμε αλλά οι φιλοδοξίες έμειναν φιλοδοξίες γιά πολλή ώρα.

  Το "παπάκι" αποφάσισε να πάρει μπρος και η καρδιά μου πήγε στην Κούλουρη, τα φρένα έσκουζαν ξεσηκώνοντας μας, και το είχα πει οτι το αφήνω χωρίς κουδουνάκι γιατί έτσι και πάρει θα κάνει φασαρία. Έτσι κι έγινε. Κάτι ερχόταν και έπαιρνε που και που κάνα κεφάλι....άρχισα να φαντάζομαι τσιπούρες, άρχισα να φαντάζομαι λαβράκι, ο Γιώργης με την απόχη ένα βράχο παρακάτω καραδοκούσε...μέχρι που φάνηκε. Μία σμέρνα καλοθρεμμένη απλωνόταν και ξανακουλουριαζόταν. Πανάθεμά σε παλιόφιδο. Την αποχιάσαμε και τη βάλαμε στον κουβά...υπάρχει και κόσμος που εκτιμά τη σμέρνα και το δρόγκο...σίγουρα όχι εμείς.

Έκανε και ο ήλιος τη βουτιά του
  Κατά κάποιον τρόπο εξηγήθηκε πιά και το μυστήριο με τα τραβήγματα και το ψάρι που χάθηκε στον Άη-Γιώργη των Πάγων (σε προηγούμενη εξόρμηση)....ο Άη-Γιώργης του νότου έδωσε το χρησμό του....σμέρνα τέκνα μου σμέρνα.
   Δεν υπήρχαν ούτε σαλέματα...μα κάθε φορά που ερχόμαστε εμείς βρίσκουν να μην τσιμπάνε;...Μυστήριο πράμα.
   Ένα κουδουνάκι του Γιωργάκη τράβηξε λίγο και χωρίς πολλή δυσκολία έφερε ένα συμπαθητικό σαργουδάκι...μα που να γύριζε κι αυτό μόνο του μέσα στη νύχτα...που είναι το κοπάδι του;
Ο σαργός όσο είναι μικρός σε ηλικία πάει κοπαδιαστά λέει, κι όταν μεγαλώσει γίνεται πιό περίεργος και μοναχικός...αυτό το μοναχικό γυρεύουμε. Γιά εμάς θα είναι σίγουρα μοναχικός άλλοι έχουν τα κόλπα και βγάζουν πολλούς μοναχικούς μαζί.
   Το παπάκι ξαναπήρε μπρος και ήξερα τη μοίρα του...χρειαζόταν απόχη ξανά, πλέον ο χειριστής της ήξερε τι να περιμένει και αυτό ήρθε...άλλο ένα φίδι πιό μικρό από το πρώτο. Ο Άη-Γιώργης και τα φίδια του...
   Ένα μικρό μελανουράκι ήρθε σε κάποια στιγμή έχοντας μπουκώσει το αγκίστρι, περιθώρια επιστροφής δεν υπήρχαν, πάει γιά το τηγάνι. Είδαμε ένα πολύ ωραίο ηλιοβασίλεμα, κουρνιάσαμε πίσω από τ αβράχια γιά να μη μας πάρει τα μυαλά ο αέρας μα ψάρια δεν είδαμε.
Να είναι άρσγε τόσο φτωχή η ακτογραμμή της Κέρκυρας;!!!
Τα φίδια του Άη-Γιώργη

Η υπόλοιπη ψαριά






Σχόλια